- καπνολόγος
- ὁ1. η καπνοδόχος2. παροιμ. «ο καπνός να βγαίνει ίσια και ας είναι στραβός ο καπνολόγος» — το αποτέλεσμα να είναι καλό, άσχετα από την ποιότητα τού οργάνου με το οποίο επιτυγχάνεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. βιδο-λόγος].
Dictionary of Greek. 2013.